Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σελλάδικο — το, Ν βλ. σελάδικο … Dictionary of Greek
σελάδικο — και σελλάδικο, το, Ν το σελ(λ)οποιείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελ(λ)άς (ο) + κατάλ. άδικο (πρβλ. γαλατ άδικο)] … Dictionary of Greek